Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

‘’Οι μυρωδιές του τόπου μου’’

                                              ‘’Οι μυρωδιές του τόπου μου’’

                             Ξημέρωνε η πρώτη μέρα της νέας χρονιάς του 1940. Σε λίγο το χωριό θα άρχιζε να ξυπνάει. Η κυρά Σταυρούλα σηκώθηκε γρήγορα. Έπρεπε να προλάβει. Είχε τόσα πολλά να κάνει πάλι σήμερα κι ας ήταν μέρα γιορτινή. Το χιόνι είχε σκεπάσει από μέρες τα πάντα και το κρύο ήταν τσουχτερό. Πήρε τη γκαζόλαμπα την άναψε και έριξε μερικά κούτσουρα στη ξυλόσομπα. Σε λίγο θα σηκωνόντουσαν όλοι. Τα παιδιά θα ξαμολιόντουσαν έξω με τα άλλα παιδιά του χωριού για να πάνε για το ‘’Σούρβα Μπάμπου’’.* Ο άντρας της θα κατέβαινε κάτω στο χαγιάτι να σφάξει καμιά κότα κι αυτή έπρεπε να ετοιμάσει τις πίτες και το φαγητό, να ζυμώσει το ψωμί και να φτιάξει τα κουλούρια  γιατί θα ερχόντουσαν οι συγγενείς για τα χρόνια πολλά του Βασίλη της. Πως περνάν τα χρόνια, σκέφτηκε. Πότε μεγάλωσαν τα παιδιά. Δώδεκα χρονώ παλληκαράκι έγινε ο Βασίλης της. Έκανε τον σταυρό της στα εικονίσματα κι ευχήθηκε να είναι μια καλή χρονιά κι αυτή. Να έχουν υγεία ,να είναι γιομάτο το χωράφι τους, να είναι γερά τα ζωντανά τους και μάτι κακό να μη τα δει.
                            Ο Γιώργος άρπαξε το μικρό τορβά του και έτρεξε ξοπίσω από τον αδερφό του τον Βασίλη.
                             -‘’Περίμενε με… μη τρέχεις δε σε φτάνω!!! ‘’ είπε κλαψουρίζοντας και τρέμοντας από το κρύο.
                             - ‘’Ας καθόσουν σπίτι, τι ήθελες να έρθεις και να με καθυστερείς τώρα κι εμένα!!!’’ Φώναξε θυμωμένα ο Βασίλης τρέχοντας πίσω από τα άλλα παιδιά. Ο αρχηγός μπροστά είχε δώσει το σύνθημα ήδη και μπαίνανε στην αυλή ενός σπιτιού.
                             -‘’Σούρβα Μπάμπου Σούρβα!!!’’ Φωνάζανε όλα τα παιδιά μαζί και ο αρχηγός με ένα μακρύ ξύλο καρυδιάς χτυπούσε τα κεραμίδια να βγει έξω η νοικοκυρά. Η κυρά Πασχαλία άνοιξε τη πόρτα και τους υποδέχτηκε κρατώντας σε ένα ταψί τα κεράσματα που απαιτούσε το έθιμο. Λίγα καρύδια, λίγα μήλα, ξυλοκέρατα και κανά στραγάλι.
                              - ‘’Και του χρόνου!!! Τους ευχήθηκε και κείνα άρπαξαν όσα περισσότερα χωρούσαν οι χουφτίτσες τους και τα έχωσαν στα σακούλια τους και έφυγαν τρέχοντας για το επόμενο σπιτικό. Ο Γιώργος μικρός καθώς ήτανε, μόνο επτά χρονώ και καθώς είχαν παγώσει τα αδύνατα ποδαράκια του, του φεύγαν και από τα πόδια τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια  (δεύτερο χέρι από τον αδερφό του. Που λεφτά για καινούρια με τόση φτώχια ) και μη μπορώντας να τρέξει να τους προφτάσει, έμεινε πίσω και έβαλε τα κλάματα. Πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Ο Μιχάλης ο πατέρας του ήταν ήδη στην αυλή και έκοβε ξύλα.
                                - Τι έπαθες του λόγου σου; Ti μούτρα είναι αυτά;
O Γιώργος δεν απάντησε παρά ανέβηκε τρέχοντας τη ξύλινη σκάλα κλαίγοντας…
                                ‘Ένα σύννεφο από τα σμήνη των αεροπλάνων που περνούσαν εκείνη τη στιγμή πάνω απ΄ το χωριό σκοτείνιασε τον ουρανό.  Η καμπάνα άρχισε να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Οι άνθρωποι αλαφιασμένοι ψάχνανε τα παιδιά τους και φεύγανε έξω στα χωράφια και στα περιβόλια τους να κρυφτούν. Είχανε σκάψει βαθιές κρυψώνες οι άντρες και από πάνω τις είχανε καμουφλάρει με ξύλα, άχυρα και χώμα. Τα μικρά παιδιά κλαίγανε και τσιρίζανε και οι γεροντότεροι κάνανε το σταυρό τους να γλυτώσουν από το κακό που τους βρήκε. Οι αντάρτες είχαν μπει στο χωριό και άρπαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Ρούχα, ψωμί, σιτάρι, φασόλια αλεύρι και νεαρά παιδιά παίρνοντας τα με τη βία μαζί τους για να είναι πιο πολλοί. Ο αντίλαλος  των πολυβόλων ακουγότανε πέρα απέναντι από τα βουνά. Αυτά τα καταπράσινα βουνά που κάποτε βόσκαγαν εκεί αμέριμνοι τα κατσίκια τους και τα γνωρίζανε σπιθαμή προς σπιθαμή. Τώρα ήτανε κυνηγημένοι στον ίδιο τους τον τόπο.
                              Τους διώξανε κακήν κακώς απ’ το χωριό. Μαζέψανε την περηφάνια τους τα λιγοστά υπάρχοντά τους, όσα προλάβανε να πάρουν δηλαδή και φύγανε άλλοι από δω κι άλλοι από κει στα γύρω χωριά και τις κοντινές πόλεις. Πιο ξένοι κι απ΄τους ξένους. Δίχως κρεβάτι, δίχως σπίτι, δίχως δουλειά, ψάχνοντας καμιά παράγκα να βολέψουν τη φαμίλια όπως όπως και γυρεύοντας παντού ένα μεροκάματο να βρουν κάτι να φάνε..
                            -‘’Δύσκολα χρόνια περάσαμε. Πόλεμο, ανταρτοπόλεμο, πείνα, ξεριζωμό απ΄το χωριό μας, μα τον τόπο μας δεν τον αφήσαμε κανείς μας. Τα πονάγαμε τα μέρη μας. Το χώμα που οι γονείς μας σκάψανε με τον ιδρώτα τους και δουλεύανε από νύχτα σε νύχτα για να θρέψουν τόσα στόματα. Τα σπίτια μας τα καταστρέψανε τα περισσότερα τόσοι που περάσανε από κει αλλά γυρίσαμε πίσω και με πολλές δυσκολίες και αγάπη τα ξαναφτιάξαμε και ξαναμείναμε εκεί. Δεν θα αφήναμε πίσω μας με τίποτα το χωριό. Υπήρχαν άλλα χωριά εκεί που τα εγκατέλειψε ο κόσμος είτε μετά τον πόλεμο είτε γιατί τα κάψανε οι αντάρτες και έφυγε να βρει αλλού τη τύχη του. Εμείς όμως όλοι μαζί ξαναγυρίσαμε πίσω με λαχτάρα και ξαναρχίσαμε από την αρχή. Πώς να αφήσεις εκεί τα κόκκαλα των αγαπημένων σου, που να αφήσεις τα χωραφάκια σου έστω και ξεραμένα πλέον γεμάτα αγκάθια, πώς να σβήσεις τόσες μνήμες από το μυαλό. Εδώ τρέχαμε για το ΄΄Σούρβα Μπάμπου’’ , εκεί στη πλατεία μαζευόμασταν του Άι- Γιαννιού και κάναμε τα καρναβάλια. Ανάβαμε φωτιά, χορεύαμε από τρείς σειρές χορό και τα κουδούνια που ζωνόντουσαν οι μασκαράδες ακουγόντουσαν πέρα ως πέρα στα βουνά. Το Πάσχα του Αι- Γιώργη στα αλώνια όλο το χωριό μαζί να χορεύει με τον μελωδικό ήχο της γκάιντας και του νταχαρέ. Τι χορός ήταν εκείνος!!! Τι γλέντια, να δουν τα μάτια σου. Τόσο μεγάλο χορό δεν έχεις ξαναδεί. Στη μέση δυό παληκαράδες παλεύανε για το έθιμο κι εμείς ένα γύρω τους
. Στα πανύψηλα καβάκια φτιάχνανε αυτοσχέδιες κούνιες. Η καλύτερη γιορτή μας ήτανε τη μέρα του Αί – Γιώργη. Τι γλέντια ήταν αυτά!! Τότε ο κόσμος ήξερε να γλεντάει. Περίμενε όλο το χρόνο καμιά μεγάλη γιορτή να ξεχάσει τα προβλήματα του και να χορέψει με τη ψυχή του. Αξέχαστα χρόνια. Αχ.. δώσ’ μου εκείνα τα χρόνια και πάρε μου αυτά… ‘’
                            Το χωριό όλο ήταν στο πόδι. Σήμερα είχαν γάμο. Όποτε γινόταν γάμος στο χωριό γινόταν μια γιορτή!! Όλο και κάποιο σπίτι θα ήταν σόι απ΄το γαμπρό ή απ΄τη νύφη. Σχεδόν όλο το χωριό δηλαδή. Τα κορίτσια είχαν μαζευτεί απ΄το πρωί στο σπίτι της Άννας και ντύνανε τη νύφη. Τραγουδούσαν όλες μαζί σκοπούς λυπητερούς που φεύγει η κόρη από τη μάνα. Η ‘Αννα έπρεπε να δώσει τα δώρα στους συγγενείς που ερχόντουσαν να ευχηθούν και να δώσουν τα δώρα τους. Προς το μεσημέρι ακούστηκαν να πλησιάζουν τα όργανα με τον γαμπρό. Η γκάιντα ακουγόταν από τον πάνω μαχαλά καθώς πλησίαζε. Ο κόσμος χόρευε στο δρόμο και τραγουδούσαν μέχρι το σπίτι της νύφης. Η Σταυρούλα και ο Μιχάλης καμαρώνανε τον γιό τους καβάλα πάνω στο στολισμένο μουλάρι ντυμένο γαμπρό. Ήτανε μέρα του Θωμά μετά το Πάσχα και ο ήλιος σήμερα έλαμπε. Κόσμος πολύς συνοδεύανε το γαμπρό και το γλέντι είχε ανάψει από ώρα. Τα αδέρφια του Γιώργου μπροστά χορεύανε, ο ένας κρατώντας το φλασκί με το κρασί και ο άλλος το πριάπουρ * τη νυφιάτικη σημαία. Τα αγριολούλουδα είχαν φυτρώσει γύρω και το πράσινο είχε σκεπάσει τα βουνά ομορφαίνοντας τούτο τον τόπο. Μοσχοβολούσε η φύση σήμερα. Λες και το χωριό είχε φορέσει και κείνο τα καλά του για το γάμο της Άννας και του Γιώργου. Η πομπή έφτασε έξω από το σπίτι της νύφης. Ο κουμπάρος ξέζεψε από το μουλάρι και χτύπησε με το παπούτσι του τρεις φορές  την μεγάλη ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στην αυλή του σπιτιού. Από μέσα είχαν μανταλώσει καλά να μην περάσει κανείς αν δε πληρώσει πρώτα ο κουμπάρος το αντίτιμο για να του ανοίξουν να μπει. Ο ήχος της γκάιντας άρχισε να παίζει μελωδικά ένα τραγούδι λυπητερό σχεδόν το οποίο παρακάλαγε τη νύφη να αφήσει τη μάνα της και να πάει στο σπίτι της πεθεράς της πλέον. Από μέσα ακούγοντας αυτό τον σκοπό η μάνα της νύφης  έκλαιγε καθώς ήξερε πως ‘’έχανε ‘’ τη κόρη της πλέον . Το ίδιο και η νύφη που τρομαγμένη αναλογιζόταν που πάει, τι ζωή άραγε να την περιμένει εκεί στο σπίτι της πεθεράς και αν θα είναι ευτυχισμένη. Τελικά ο κουμπάρος πλήρωσε το ‘’πρόστιμο’’ και η πόρτα άνοιξε. Ο γαμπρός πέρασε το κατώφλι της νύφης σπάζοντας με το πόδι του ένα σταμνάκι με κόκκινο κρασί. Όλοι μαζί κατέβηκαν στην αυλή. Η νύφη ήταν σκεπασμένη μπροστά με ένα κόκκινο κεντητό πέπλο ώστε να είναι σεμνή και να μη φαίνεται. Έθιμο κι αυτό του τόπου. Τα κορίτσια άρχισαν να τραγουδούν το τραγούδι του αποχωρισμού.
                           ‘’ Την Μαρία ανεβάζουν στο άλογο και η μάνα της πάει πάνω κάτω στην αυλή αλαφιασμένη σταυρώνοντας τα λευκά της χέρια και με δάκρυα συμβουλεύει τη κόρη της. Μαρία αγαπημένη μου κόρη, τώρα που θα πας στου γαμπρού το σπίτι χαμηλά να σκύβεις το κεφάλι ως την χαίτη του αλόγου και ως τον ώμο του γαμπρού….’’
                             Ο μεγάλος αδερφός της νύφης την ανέβασε πάνω στο στολισμένο μουλάρι και ξεκίνησαν όλοι με χορούς και τραγούδια για την εκκλησιά.

                                     Τι όμορφοι σκοποί, τι ωραίοι χοροί, τι ωραία λόγια που είχαν τα τραγούδια του τόπου τους. Αμ οι φορεσιές τους; Τόσο προσεγμένες και τόσο κεντητές. Λευκά υφαντά πουκάμισα από μέσα για τις νιές και μαύρα ολόμαλλα πανωφόρια με σιρίτια γύρω γύρω. Τα μανίκια τους κεντημένα στο χέρι όλα και οι ποδιές τους πολύχρωμες και υφαντές στον αργαλειό με πολύ κόπο. Τα μαντήλια στο κεφάλι μάλλινα χρωματιστά με λουλούδια και οι κάλτσες πλεγμένες στο χέρι από μαλλί κι αυτές και με διάφορα κεντίδια επάνω. Τα φλουριά στο στήθος τους κουδούνιζαν ρυθμικά σε κάθε πήδημα του χορού. Η μια κοπέλα συναγωνιζόταν την άλλη σε ομορφάδα και σε φορεσιά. Τα παλληκάρια του χωριού δεν ξέρανε πια να πρωτοδιαλέξουν για νύφη. Όμορφα τα νιάτα του χωριού. Φρέσκα με ζωντάνια και ψυχή. Όπως ψυχή είχε και ο τόπος τους. Αυτός ο τόπος που γεννηθήκανε .τρέξανε , παίξανε σα παιδιά, αγαπηθήκανε σα νέοι, κλάψανε και γελάσανε και γλέντησαν σε τόσες και τόσες χαρές. Αυτός ο τόπος που αγαπούσε τα παιδιά του και έδινε τους καρπούς του ώστε να μην τους λείψει τίποτα. Φασόλια, πατάτες, σιτάρι, και όλα τα καλά του Θεού φυτρώνανε σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο. Η μυρωδιά του δυόσμου και της ρίγανης πλανιόταν στον αέρα. Τα βουνά καταπράσινα πάντα έτρεφαν τα κοπάδια τους και γέμιζαν με το μελωδικό σκοπό της φλογέρας του τσοπάνη. Το χειμώνα γέμιζε πυκνό χιόνι αλλά πάλι δεν μένανε χωρίς τροφή. Από όλα είχε το χωριό τους. Είχε αγάπη, είχε ανθρώπους γεμάτα τα σπιτικά από έξι έως δέκα άτομα σε κάθε σπίτι. Παιδιά, γερόντους, νέους όλοι μαζί καθόντουσαν γύρω απ΄τη τάβλα καταγής κοντά στη σόμπα και μοιραζόντουσαν ότι υπήρχε. Ελιές, ψωμί, φασολάδα, κρεμμύδι. Κι έπειτα σβήνανε τη γκαζόλαμπα και αποκαμωμένοι κοιμόντουσαν όλοι μαζί στρωματσάδα. Υπήρχε φτώχια, υπήρχαν δυσκολίες υπήρχε κόπος πολύς να σταθούν στα πόδια τους και να ορθοποδήσουν. Μα ήταν μαθημένοι από μικροί να παλεύουν και να τα βγάζουν πέρα σε κάθε δυσκολία. Ευλογημένος τόπος!! Αν ρώταγες τους παλιότερους αν θα θέλανε να φύγουν ή να ζούσαν κάπου αλλού, κάπου πιο όμορφα, πιο καλά, όλοι με μια κουβέντα απαντούσαν όχι!!!
                               – ‘’που να πάω παιδί μου; Υπάρχει καλύτερο μέρος απ΄το χωριό μας; Που να πάμε που θα βρεις εσύ καλύτερα; Όλα τα έχουμε. Στο καλύτερο μέρος είναι χτισμένο το χωριό μες τα δέντρα και στο οξυγόνο, έχουμε τους μπαξέδες μας με όλα τα καλά, έχουμε τις κοτούλες μας και τις αγελάδες μας. Που να τα αφήσουμε αυτά; Εδώ γεννήθηκαν οι γονείς και οι παππούδες μας εδώ γεννηθήκαμε κι εμείς Και τον πονάμε αυτό τον τόπο!!! Δε τον αφήνουμε για όλου του κόσμου τα καλά….’’
                              -Ο παππούς Δημήτρης καθόταν συνήθως τις καλές μέρες έξω από το φτωχικό του στο πεζουλάκι και τραγούδαγε τοπικούς σκοπούς με τη γλυκιά φωνή του. Ήτανε εκ γενετής τυφλός  και δεν είχε δει ποτέ του μήτε τον τόπο του μήτε τα πρόσωπα των δικών του, ούτε ήξερε τα χρώματα να σου περιγράψει. Όμως έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του και ήξερε να σου πει τόσα πολλά για τούτον το τόπο σα να τα είχε δει ολοκάθαρα!! Τα χρόνια άλλωστε που είχαν περάσει από πάνω του και οι κακουχίες είχαν σημαδέψει το καμπουριασμένο κορμί του. Τα μικρά παιδιά του χωριού έτρεχαν δίπλα του και σα μελισσούλες ζουζούνιζαν γύρω του, ικετεύοντας τον για άλλη μια φορά να τους πει ένα παραμύθι. Έλεγε τα ωραιότερα παραμύθια που είχαν ακούσει. Τότε εκείνος μη θέλοντας να τα κακοκαρδίσει τους έλεγε…
                                     -‘’Φέρτε μου λίγο νεράκι και θα σας πω ότι θέλετε…’’ και κείνα τρέχανε να του φέρουν το νερό. Τα χάιδευε στα κεφαλάκια τους και άρχιζε να διηγείται… Τα παραμύθια του τα είχε ακούσει κι αυτός από το στόμα των γερόντων σαν ήτανε μικρό παιδί και θυμάται ακόμη τη φωνή της μπάμπος * του να παίρνει τον τόνο και τη χροιά που απαιτούσε ο κάθε ήρωας. Τα πιο πολλά ήταν βγαλμένα από τη ζωή με πολλές δόσεις αλήθειας μέσα. Μα όλα τα παραμύθια ήταν στο τόπο τους. Εκεί παίρνανε μορφή και οι καλικαντζαρέοι και τα ξωτικά και η κακιά μητριά που τυραννούσε την ορφανή κόρη και τόσα άλλα...
                        - ‘’Υπάρχει η λάμια * παππού; Aλήθεια οι καλικάντζαροι έκλεψαν τα προικιά της κόρης της στρίγγλας μητριάς και τα έδωσαν στη Μαρία που τους έβαλε να φάνε όταν μεταμορφωθήκανε σε πεινασμένα ζωάκια;
                        -‘’Όλα βγαλμένα απ’ τη ζωή είναι παιδιά μου!!! Το παλιό καιρό που ο κόσμος ήταν πιο αγαθός υπήρχαν και τα καλά και τα κακά. Οι τυραννισμένες ψυχές τριγυρνούσαν έξω στο χωριό μετά το θάνατο τους και ζητούσαν το δίκιο τους. Έτσι έφτασαν από στόμα σε στόμα  να ακούγονται σαν παραμύθια έπειτα… και μη νομίζετε… κι εσείς αν δεν είστε καλά παιδιά και φρόνιμα, θα έρθουν οι καλικάντζαροι και θα σας πάρουν κι εσάς!!! Τους έλεγε και χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Έπειτα έπιανε πάλι το τραγούδι. Ήξερε τόσα πολλά τραγούδια και τα έλεγε τόσο καλά που όποιος τον άκουγε μαγευόταν από τον τόνο της φωνής του.
                               Η Σταυρούλα περίμενε τον άντρα της το Μιχάλη να έρθει και να του στρώσει να φάει. Είχε πάει να μαζέψει το βόδι από τη βοσκή. Ήταν χειμώνας ακόμη. Το τσουχτερό κρύο είχε παγώσει το χιόνι στα σοκάκια. Ο Μιχάλης έφερε με το ζόρι το ζωντανό στη βρύση του χωριού. Έπρεπε να το ξεδιψάσει και στο σπίτι δεν υπήρχε γούρνα ούτε βρύση. Ακόμη και οι γυναίκες με τις στάμνες κουβαλούσαν το νερό στα σπίτια. Ξάφνου οι οπλές του ζώου γλίστρησαν πάνω στο πάγο και με μιας το ζωντανό βρέθηκε φαρδύ πλατύ κάτω με τα πόδια ορθάνοιχτα κατατρομαγμένο. Ο Μιχάλης μάταια προσπαθούσε να το συνεφέρει να σηκωθεί. Τίποτα αυτό!! Είχε μουλαρώσει και δε κουνιόταν. Τρέχει σπίτι του και φωνάζει τη γυναίκα του για βοήθεια. Πολεμούσαν ώρα να το κάνουν να σηκωθεί αλλά που…
                                –‘’Πάει θα παγώσει το ζωντανό και θα ψοφήσει εδώ χάμου!! Παναγιά μου βόηθα το κι από μένα ότι θες!!’’ ευχήθηκε η Σταυρούλα. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν να έρχονται κάτι περαστικοί γύφτοι που γυρνοβολούσαν τα χωριά με ένα ντέφι και μια γέρικη αρκούδα που έσερναν μαζί τους. Την έβαζαν στις πλατείες και την είχαν μάθει να κάνει κόλπα και αστεία. Ο κόσμος μαζευόταν και χάζευε.. Του φαινόταν τόσο περίεργο το θέαμα!! Θαύμαζαν το πώς το ζώο υπάκουγε στο αφεντικό του κι έκανε ότι το πρόσταζε. Στο τέλος η γύφτισσα γύριζε ένα γύρω από όλους με τεντωμένο το ντέφι και μάζευε ότι δεκάρες ρίχνανε μέσα. Είδανε το ζευγάρι να παλεύει με το βόδι και πήγανε να δουν τι συμβαίνει.
                                -‘’Μη στεναχωριέσαι κερά!! Εγώ θα στο γιατρέψω το ζώο. Κακό μάτι το είδε και θα σκάσει το καημένο. Διες πως κάνει η Καρδιά του.’’
                                 Είπε ο γύφτος και ευθύς έσυρε την αρκούδα από την αλυσίδα της και την έβαλε να πατήσει με τα ποδάρια πάνω στο ζωντανό. Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι αθώοι όπως ήτανε και ευκολόπιστοι, πίστευαν πως αν σε πατήσει αρκούδα φεύγει το κακό και η αρρώστια από πάνω σου!!! Πράγματι μετά από λίγο ούτε κατάλαβε κανείς πως, το βόδι σιγά σιγά σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Η Σταυρούλα μη πιστεύοντας στα μάτια της και στο καλό που τους βρήκε, μιας και η προσευχή της εισακούστηκε από την Παναγιά, ρώτησε πως μπορεί να ξεπληρώσει το καλό που τους κάνανε. Οι γύφτοι της είπαν πως δεν έχουν που να ξημερώσουν και με τέτοιο κρύο δε θα βγάλουν τη νύχτα και την παρακάλεσαν αν μπορούσε να του φιλοξενήσει ένα βράδυ στο σπίτι τους έστω στο σταύλο, να ξημερώνανε. Αυτή μετά χαράς δέχτηκε και τους πήρε σπίτι της βάζοντας τους σε μια κάμαρη να βγάλουν τη νύχτα. Τους έβαλε και ζεστή φασολάδα να φάνε με ψωμί ζυμωτό που είχε φτιάξει. Την αρκούδα τη δέσανε κάτω από τη ξύλινη σκάλα στο χαγιάτι. Πιάσανε τη κουβέντα το λοιπόν οι μεγάλοι γύρω απ’ τη σόμπα και ο μικρός Γιώργος περίεργος για το μεγάλο ζώο που ήρθε σπίτι τους κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα να το περιεργαστεί μη γνωρίζοντας τον κίνδυνο. Πήρε και ένα μακρύ ξύλο και άρχισε να την τσιγκλάει καθώς κοιμόταν αυτή κουλουριασμένη. Το ζώο αγριεμένο έκανε να ορμήσει κατά πάνω του αλλά ευτυχώς ο πάσσαλος που την είχανε δέσει την συγκράτησε γερά. Ο Γιώργος κατουρήθηκε πάνω του από το φόβο του!!! Παραπάτησε και ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά ουρλιάζοντας. Εφτά χρονώ παιδάκι ήταν, που μυαλό!!! Αμ οι γονείς; Που αφήσανε ένα θηρίο να μπει στην αυλή τους ενώ είχανε μικρά και ατίθασα παιδιά; Πόσο αθώοι ήτανε οι άνθρωποι τότες και πόση άγνοια είχαν. Πέρα από τον τόπο τους δεν γνώριζαν και πολλά. Εντέλει οι γύφτοι πριν καλά καλά ξημερώσει φύγανε από το σπίτι παίρνοντας μαζί τους και ‘’ενθύμια’’. Ότι τους γυάλισε στο μάτι δηλαδή. Κάτι πλεχτές κάλτσες, ένα σακούλι αλεύρι, ένα με φασόλια, ένα σκεπάρνι..
                        - Αχ ο τόπος μου!!! Όλη τη γη γύρισα αλλά σαν τον τόπο μου άλλον δεν ήβρα. Την μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, του δυόσμου και τον αντίλαλο του ήχου της γκάιντας δε τα αλλάζω με τίποτα. Τα μάτια μου θα ψάχνουν πάντα τον καπνό να βγαίνει από την καμινάδα του πατρικού μου κι ας μην έχει μείνει ούτε πέτρα πλέον από δαύτο. Στα αυτιά μου θα ηχούν τα τραγούδια των κοριτσιών και ο δυνατός θόρυβος των κουδουνιών όταν χοροπηδούσαν τα ‘’κραμπουντέρια’’ *. Στη γεύση μου θα έχω  τη νοστιμιά της ‘’καρβαβίτσας’’ * και του ‘’τικβινικ’’ *. Σα να βλέπω τώρα μπροστά μου τους νέους με τα εικονίσματα και τα εξαπτέρυγα να τρέχουν τα βουνά στις ΄΄κόλιεσμες’’ * το Πάσχα.

Χρύσα Μπαλαμπάνη

6-1-2014


*Σούρβα μπάμπου = ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο
*Μπάμπο= γιαγιά
*καρβαβίτσα= φρέσκο λουκάνικο από τα γουρούνια που σφάζανε τις γιορτές
*τικβινίκ= κολοκυθόπιτα
*κόλιεσμες= περιφορά εικόνων ένα έθιμο του χωριού

                         

ΑΝΤΑΛΕΤ


ΤΑΣΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ ΓΚΕΝΤΖΟΣ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ