Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

'' Πόσα λάθη Θεέ μου… πόσα τραύματα έχουν αφήσει στη ψυχή μου όλα αυτά…''



                Ο Δημήτρης  κοίταξε έξω από το μεγάλο παράθυρο τα παιδιά που παίζανε μπάλα στην αυλή του σχολείου. Είχε κενό αυτή την ώρα και καθόταν μόνος στο γραφείο. Το βλέμμα του καρφώθηκε σε ένα αγόρι που καθόταν σε μια γωνιά της αυλής ολομόναχο. Έμοιαζε τόσο αποκομμένο από τα άλλα παιδιά της τάξης του. Κοιτούσε θαρρείς με ζήλια που αυτά παίζανε μπάλα κι εκείνο δεν το έπαιζε κανένας. Τα μάτια του είχανε μια απέραντη θλίψη που μπορούσες εύκολα να διακρίνεις από μακριά. Η μπάλα ξάφνου έσκασε μπροστά στα πόδια του  μικρού  αγοριού. Έσκυψε να την πιάσει. Τότε ακούστηκε η φωνή ενός άλλου αγοριού από εκείνα που πριν λίγο κλωτσούσαν με δύναμη τη μπάλα… 
‘’Ρε μαλάκα κεφτέ πέτα τη μπάλα μην έρθω εκεί και τις φας!!! ‘Έλα τελείωνεεεεε!!!!’’  το αγόρι απογοητευμένο πέταξε τη μπάλα προς το μέρος τους και μαζεύτηκε ένα κουβάρι στη γωνία.
             ‘’Μα τα κωλόπαιδα!!! Κοίτα πως φέρονται στο καημένο το παιδί. Τέτοια διαγωγή έχουν από το σπίτι τους!!! Μια ζωή η ίδια ιστορία…  πάντα θα υπάρχει ένας αδύναμος και πάντα θα υπάρχουνε τσογλάνια… σκέφτηκε ο Δημήτρης βλέποντας αυτή τη σκηνή πίσω από το μεγάλο παράθυρο του γραφείου κοιτώντας τον μικρό μαθητή που είχε σχεδόν λουφάξει. Έμεινε να τον κοιτά και το βλέμμα του θαρρείς και πέρασε σε άλλη διάσταση και οι σκέψεις του στριφογύριζαν σε ένα τρελό χορό γύρω και μέσα στο κεφάλι του…
               ‘’Τι θα γίνει Δημήτρη παιδί μου θα την λύσεις αυτή την άσκηση σήμερα ή θα νυχτώσουμε εδώ πέρα; Είσαι ο μοναδικός που δε την έλυσες. Άλλον έναν να είχα σαν εσένα, πάει θα μου είχε σαλέψει!!!’’ Φώναξε η δασκάλα αγριεμένη στο μικρό αγόρι.
                ‘’Δε μπορώ κυρία δε ξέρω…’’ μουρμούριζε ο μικρός Δημήτρης μυξοκλαίγοντας.
                ‘’Μη μου λες εμένα δε μπορώ!!! Δε θα φύγεις από δω σήμερα, αν δε τη λύσεις!!! Ουέ κι αλίμονο κακομοίρη μου!!!’’
                 Ο Δημήτρης σκούπισε τα μάτια του με την ανάποδη του μανικιού του, πήρε τη σβήστρα  του και έσβηνε τα νούμερα που είχε γράψει πάνω στο τετράδιο της αριθμητικής. Τα έσβηνε, τα ξαναέγραφε από πάνω πάλι τα ίδια ίσα για να φαίνεται πως κάτι κάνει, πως κάτι γράφει στο τετράδιο. Μουντζούρες όμως γινόντουσαν από το γράψε σβήσε και από τα δάκρυα που στάζανε πάνω στο χαρτί. Αυτά τα δάκρυα που πλημύριζαν τα μάτια του όταν  άκουγε στο δρόμο στο χωριό κάποιον να τον ρωτάει … ‘’ε Δημητράκη πόσο πήρες στον έλεγχο;  Εννιά; η Ελενίτσα σε πέρασε βρε… Άριστα πήρε!!!
                  ‘’Τι ντροπή Θεέ μου!!! Ο δικός μου ο γιος, ο γιος του προέδρου να πάρει εννιά και τα άλλα παιδιά να σε περάσουνε βρε στουρνάρι; Γι αυτό σε στέλνω εγώ σχολειό βρε για να χαζεύεις και να μη προσέχεις τη δασκάλα;’’ Οι φωνές του κυρ Γιάννη ακουγόντουσαν σε όλο το σπίτι. ‘’ Άσε μεεεε θα μου βγάλεις τ’ αυτί!!!!’’  Κλαψούριζε ο μικρός Δημήτρης. Το τρομαγμένο βλέμμα του έψαχνε για βοήθεια την μάνα του. Την είδε στη κουζίνα. Σκούπιζε τα πιάτα με την ποδιά της. ‘’Μαμάαααα!!!!’’ φώναξε δυνατά. Μα εκείνη σα να μην τον άκουσε συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε σα να μη συμβαίνει τίποτα… άλλωστε ποιος τολμούσε να σηκώσει μπόι στον κύρη του σπιτιού; Άντρας ήταν και κείνος ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Κι αν εκείνος έλεγε πως έτσι είναι τα πράγματα, τότες έτσι θα ήταν μαθές. Πατέρας ήταν , λες να μην ήξερε ποιο ήταν το καλό του παιδιού του; Ας έτρωγε και μερικές ο Δημήτρης μπας και βάλει μυαλό και γίνει άνθρωπος. Τι δηλαδή εμείς που φάγαμε ξύλο από τα γονικά μας δε γινήκαμε άνθρωποι; Δόξα το Θεό μια χαρά ανθρώποι  γίναμε και οικογενειάρχες. Άστον να σκούζει… μια μέρα θα μας ευγνωμονεί που τον κάναμε άνθρωπο… σκέφτηκε η κυρά Μαρία και βάλθηκε να στρώνει το τραπέζι για να φάνε.
                 Λίγα χρόνια αργότερα……………
                ‘’ Μάγκες αύριο ξεκινάμε κατάληψη όλο το γυμνάσιο μη τυχών και δε συμμετέχετε μαύρο φίδι που σας έφαγε’’ είπε ο Γεωργίου μέσα στο τμήμα χθες. Μα πώς να πάρει μέρος αυτός στην κατάληψη, ο γιος του προέδρου του χωριού… του κομματάρχη; θα του έκοβε τα πόδια μετά ο πατέρας του!!! ‘Όχι όχι δεν ήταν δυνατόν αυτό…  δεν είχε καμία όρεξη να τραβήξει πάλι τα ίδια… κι ας ήθελε μέσα του να είναι κάτω στην αυλή με τα άλλα παιδιά και να φωνάζει συνθήματα παρέα με το μπούγιο!!!
                 ‘’ Δημήτρη τον φοβάσαι τον πατέρα σου; Τον ρώτησε ο συμμαθητής του όπως καθόντουσαν σαν τα άβουλα πιόνια οι δυο τους μέσα στην άδεια τάξη κοιτάζοντας από το παράθυρο κάτω στην αυλή τους άλλους τους καταληψίες.
                 ‘’Εγώ;;; Μα είσαι σοβαρός; Όχι φυσικά!!!!’’ απάντησε ο Δημήτρης προσπαθώντας να φανεί όσο πιο φυσικός γινόταν.
                 ‘’Τότε γιατί δεν πήρες μέρος στην κατάληψη κι εσύ;’’
                  ‘’Εγώωωω ναααα δεν θέλω να πάρω απουσίες ούτε να χάνω μαθήματα μωρέ…  εσύ γιατί δεν πήρες δηλαδή και λες εμένα;’’ απάντησε ο Δημήτρης δήθεν αδιάφορα.
                    ‘’ Νομίζεις πως δε θέλω; Μα εγώ βρε χαζέ είμαι ο γιος του Γυμνασιάρχη τι με παίρνει να κάνω… να με σαπίσει μετά ο πατέρας μου στο ξύλο;’’ Αποκρίθηκε ο άλλος.
                   Αν τον φοβόταν τον πατέρα του λέει; Μωρέ φόβος και τρόμος ήτανε αλλά τολμούσε να το πει; Ήξερε πως αν έπαιρνε μέρος στην κατάληψη θα μετάνιωνε τη μέρα που γεννήθηκε μετά. ‘’Αχ πατέρα!!! Να ήξερες μόνο… να μπορούσες να νιώσεις πόσο πόνο έχεις σκορπίσει μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια… πόσο δυστυχισμένος νιώθω και πόσο αποκομμένος από τους άλλους… γιατί ρε μπαμπά… γιατί….’’
                   Σκέψεις, σκέψεις, χιλιάδες σκέψεις, χιλιάδες εικόνες ξεπηδούσαν σαν δαίμονες μπροστά του…  πόσες φορές προσπάθησε να τις διαγράψει… να υπήρχε λέει ένα μαγικό κουμπί σαν του υπολογιστή του, να πατούσε το DELETE και να τα πετούσε όλα μέσα στον κάδο ανακύκλωσης…  να άδειαζε μονομιάς όλα εκείνα που σαν καρφιά τον πονάνε μέσα στη ψυχή του. Από μικρό παιδί γέμιζε καρφιά. Κάθε καρφί και δάκρυ, πόνος, απόγνωση, τραύματα αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο. Τραύματα που δεν θα επουλωθούν ποτέ και πληγές που πάντα θα πονάνε….
                    ‘’Κύριεεε διορθώσατε τα διαγωνίσματα της Χημείας;;;’’
                     ‘’Αν δεν ησυχάσετε δε θα σας πω ποτέ τι βαθμό πήρατε!!! ’’  απάντησε ο Χημικός της ‘Α Λυκείου. Φόρεσε τα μυωπικά γυαλιά του και έβγαλε το μπλοκάκι του όπου σημείωνε τις βαθμολογίες των μαθητών. Ο Δημήτρης περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει τον βαθμό του. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως είχε γράψει πολύ καλά. Όταν τσεκάρανε με τον ξάδερφο του τον άλλο τον Δημήτρη τον συνονόματο του τι απαντήσεις είχε δώσει ο καθένας στο γραπτό είδε πως τα είχε όλα ολόσωστα!!! Τουλάχιστον 19 θα πάρω έλεγε γεμάτος σιγουριά!!!
                    Ο Χημικός έφτασε επιτέλους στο όνομα τους. ‘’Τη….ος ‘’ δεκαεννιά και ‘’Τη….ος‘’ δεκατέσσερα!!! Είπε και ετοιμάστηκε να προσφωνήσει το επόμενο όνομα από τον κατάλογο…  σαν την αστραπή πέρασε η σκέψη από το μυαλό του Δημήτρη. Μα ποιος από τους δύο μας πήρε το 19 και ποιος το 14;;;;
                    ‘’ Κύριε για κοιτάξτε του Ιωάννου δεκατέσσερα;;;’’ Φώναξε γεμάτος αγωνία…  γιατί άλλο του Ιωάννου που ήταν αυτός και άλλο του Βασιλείου που ήταν ο ξάδερφος. Δεν το ξεκαθάρισε κι αυτός ο χριστιανός!!!!!
                   Για πότε σείστηκε όλη η τάξη στα γέλια ούτε που κατάλαβε!!! Ένας ένας άρχισαν να λένε… ‘’μα για κοιτάξτε καλά… του Ιωάννου δεκατέσσερα; ’’ Χαχαχαχα όλοι μαζί… ‘’ μα του Ιωάννου δεκατέσσερα; ’’ και δώστου τα χάχανα σωρό. Ένιωσε τα αυτιά του να κοκκινίζουν. Να καίγονται. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί!!! Μα τι στην ευχή είπε και γελάνε έτσι; Γιατί τον κοροϊδεύουν πάλι να πάρει ο διάολος; Τι το περίεργο δηλαδή βλέπουν; Μια ερώτηση έκανε… ποιος ‘’Τη….ος‘’ από τους δυο πήρε το δεκατέσσερα; Αφού δύο ήταν εκεί μέσα που να ξεχωρίσεις έτσι για ποιον από τους δυο μιλούσε; Και τη καζούρα έφαγε και το δεκατεσσάρι όλο δικό του, του τρίψανε στα μούτρα. Μα γιατί… γιατί;;;; Αφού ήταν βέβαιος … είχε γράψει πολύ καλά… σίγουρα πάνω από δεκαοχτώ!!!  Μα έτσι ήταν. Πάντα τον άλλον Δημήτρη καλοπιάνανε. Αυτός ήταν ο αγαπητός. Αυτουνού κάνανε ιδιαίτερα οι δικοί του. Αυτουνού ο πατέρας ήταν έμπορος και θα έδινε πεσκέσι των καθηγητών και θα’ κανε  τα στραβά μάτια στο ζύγι…  αλλά έτσι ήταν. Αδικία!!!!!  ‘’Πάρε τώρα ένα δεκατέσσερο πεσκέσι κι εσύ για τον πατέρα σου!!!!! Να δω πως θα του το πω…. ώχου Παναγία μου τι με περιμένει πάλι!!!!! ‘’
                   Τα πειράγματα δε σταμάτησαν από εκείνη τη μέρα. Πλέον είχε βαφτιστεί με το νέο του όνομα. ‘’ Ιωάννου!!!  Ιωάννου!!!  Ιωάννου ρε Ιωάννου ….’’  ‘’ μα για ξανακοιτάξτε καλύτερα κύριε!!! Μα είναι δυνατόν;;; Του Ιωάννου δεκατέσσερα;;;;’’’ και δώστου πάλι τα γέλια σε όλο το σχολείο………………………
                  ‘’Ρε μαλάκα τι μπουφάν είναι αυτό που φοράς ρε συ… κάτω από το κώλο σου είναι ρε φίλε!!! ‘’ είπε ο Τάκης του Δημήτρη ενώ ντυνόταν για να βγει έξω.
                  ‘’Γιατί τι έχει το μπουφάν μου δηλαδή, μια χαρά μπουφάν είναι. Με κρατάει και από το κρύο. Ξέρεις πόσο ζεστό είναι;;;’’ Γύρισε ο Δημήτρης απορημένος και του είπε.
                   ‘’Ρε φίλε πας καλά; Κοίτα λίγο να εκμοντερνιστείς. Τα ρούχα σου φωνάζουν επαρχιώτη από χιλιόμετρα μακριά. Στην Αθήνα ζεις πλέον όχι στην Λάρισα. Ξεκόλλα!!! Πώς να σε κυκλοφορήσω έξω στα μαγαζιά έτσι ντυμένο με αυτά τα πουλόβερ που φοράς; Πες μου εσύ ποια κοπέλα θα γυρίσει να σε κοιτάξει έτσι όπως είσαι. Και αυτό το μαλλί ρε φιλαράκι κάνε κάτι επιτέλους!!! Κόψτο λίγο μοντέρνα. Κόψε αυτή τη κωλοφράντζα να πούμε. Μια χαρά παιδί είσαι και σε χαλάει το μαλλί και το ντύσιμο, δηλαδή έλεος!!! ‘’ του είπε νευριασμένα ο συμφοιτητής του ο Τάκης. Ο οποίος και καλοντυμένος ήταν και καλοκουρεμένος βάση της μόδας δηλαδή.
                ‘’Γιατί ρε Τάκη; Τι έχουν τα ρούχα μου και το λες; Δε ξέρει η μάνα μου να ψωνίζει; Από τα καλύτερα μαγαζιά της Λάρισας τα παίρνει δε ψωνίζει από το παζάρι!!!’’
                ‘’Εεεε εσύ αδερφάκι μου δε τρώγεσαι με τίποτα!!!! ‘’ απάντησε θυμωμένα ο Τάκης πετώντας καταπάνω  του το after  save του…………….
                 Ο Δημήτρης μόρφασε σα να πονούσε. Έσφιξε τα μάτια και έτριψε το κούτελο του λες για να ανακουφίσει έναν αόρατο πόνο. ‘’Πόσα λάθη Θεέ μου… πόσα τραύματα έχουν αφήσει στη ψυχή μου όλα αυτά…  από όταν ήμουν μικρό παιδάκι ακόμη… πάντα με αμφισβητούσαν, ποτέ δεν ήμουν αρκετός.. ποτέ δεν έκανα τίποτα σωστά. Πάντα ήταν πολύ λίγο. Έπρεπε να προσπαθήσω κι άλλο… να φέρνω πάντα τους καλύτερους βαθμούς, να κάνω πάντα αυτό που πρέπει. Να είμαι το καμάρι του πατέρα!!! Να βαδίζω πάντα με τα δικά του θέλω και τα δικά του πρέπει. Το καμάρι… χα!!! Τι λέω… αφού ποτέ δεν ήμουν το καμάρι του εγώ. Μόνο για τις αδερφές μου νοιαζόταν κατά βάθος… εγώ έπαιρνα πάντα ότι περίσσευε από αγάπη….. Α ρε πατέρα εσύ και το ξερό σου το κεφάλι!!! Που πίστευες πως εσύ έχεις δίκιο και κανένας άλλος. Ποτέ σου δεν αναρωτήθηκες αν με πληγώνεις ή όχι. Αν πονάω μέσα μου η όχι. Αν όλα αυτά θα με ακολουθούνε ως σήμερα και για πάντα σαν δαίμονες που θα μου τρώνε τη ψυχή…. Ποτέ σου δε με αποδέχτηκες κατά βάθος. Ακόμη κι όταν πέτυχα, σπούδασα, μορφώθηκα έγινα άνθρωπος όπως έλεγες…. Έκανα οικογένεια…. Εσύ πάντα θα έβρισκες τον τρόπο να με κατακρίνεις……………..’’
                   Γύρισε το παγωμένο βλέμμα του που είχε καρφωθεί από ώρα έξω από το παράθυρο… κοίταξε το ρολόι του. Είχε λίγη ώρα ακόμη  ώσπου να χτυπήσει  το κουδούνι για διάλλειμα. Κοίταξε τριγύρω. Σα να έψαχνε μια σανίδα να πιαστεί. Κάτι να τον αποτραβήξει από αυτές τις μαύρες σκέψεις….. στο απέναντι γραφείο υπήρχε η εφημερίδα που διάβαζε πριν  ο συνάδελφος  ο Μαθηματικός. Την πήρε και άρχισε να την ξεφυλλίζει μπας και ξεχαστεί και ξεφύγει το μυαλό του.
                   Πέμπτη σελίδα. Άρθρο με τίτλο με μαύρα κεφαλαία γράμματα. ‘’ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ’’ εεεε αυτό πιαααα!!!!!
                    Κάτι τον έκανε να μη μπορεί να κλείσει την εφημερίδα και να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο άρθρο.
                   Το τραυματικό γεγονός αντηχεί κατά τη διάρκεια των ετών και προκαλεί αρνητικές συνέπειες, όπως υψηλότερους κινδύνους κατάθλιψης, άγχους, διπολικής διαταραχής, μετατραυματικό στρες, παχυσαρκία, προβλήματα συμπεριφοράς, καθώς και προβλήματα υγείας όπως είναι οι καρδιακές παθήσεις. Το ψυχικό τραύμα της παιδικής ηλικίας αλλοιώνει τον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του παιδιού και συχνά επαναλαμβάνεται  στην ενήλικη ζωή, ακόμα και εάν το άτομο συνειδητά επιδιώκει να το αποφύγει. Οι αντιδράσεις μας απέναντι στις διάφορες καταστάσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητά μας, σχετίζονται με τη διαπαιδαγώγηση και τα βιώματά μας. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το φαινόμενο ως μία αναίτια χρονικά παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία, καθώς είθισται η συμπεριφορά που προκύπτει να είναι αντίστοιχη με αυτή που εφάρμοζε το άτομο ως παιδί. Βέβαια, μαζί με τη συμπεριφορά που αναδύεται από την παιδική ηλικία, έρχονται στην επιφάνεια και τα συνακόλουθα αρνητικά συναισθήματα, όπως ντροπή, μοναξιά και θλίψη. Από αυτό θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι αν τα συναισθήματα ενός παιδιού καταπιεστούν, και κυρίως συναισθήματα όπως ο θυμός και ο πόνος, τότε ο ενήλικας θα κρύβει μέσα του ένα θυμωμένο, πληγωμένο παιδί. Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, αυτό το παιδί θα δυσχεραίνει την ενήλικη συμπεριφορά του ατόμου, καθώς το άτομο καθίσταται δυσλειτουργικό, γεγονός που δεν του επιτρέπει να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα και να ευτυχίσει. Το πληγωμένο παιδί μέσα μας παρεμβαίνει στην ενήλικη ζωή μας και την επηρεάζει με διάφορους τρόπους.
                  Σε μία ταραγμένη παιδική ηλικία, είναι πολλά τα δύσκολα που χρειάζεται να ξεπεραστούν, όμως υπάρχει βοήθεια. Κατανοώντας σε βάθος τι εμποδίζει την επούλωση, μπορεί να είναι βοηθητικό στη διαδικασία της ανάκαμψης.
                 Ντρινννννννν!!!!!!! Το κουδούνι χτύπησε κάνοντας τον να αναπηδήσει στη θέση του. Λες και ξύπνησε από λήθαργο. Λες και ήταν υπνωτισμένος και κάποιος χτύπησε παλαμάκια επαναφέροντας τον στην πραγματικότητα. Ήταν τόσο ζωντανές οι εικόνες στο κεφάλι του. Στα μάτια του μπροστά περνούσε ο Δημήτρης  μαθητούδι, ο Δημήτρης έφηβος, ο Δημήτρης φοιτητής... ο.......
                   ‘’Τι γίνετε συνάδελφε; όλα καλά; Μήπως είσαι αδιάθετος; Κόκκινο το πρόσωπό σου!!’’ Τον ρώτησε η φιλόλογος που μπήκε πρώτη στο γραφείο για το διάλειμμα της . Ο Δημήτρης αρκέστηκε στο να χαμογελάσει λέγοντας
                     ‘’μα έχει πολύ ζέστη εδώ μέσα δε μπορώ με πειράζει η ζέστη, πάω έξω να πάρω λίγο αέρα πριν πάω πάλι για μάθημα……..’’

Χρύσα Μπαλαμπάνη
21 – 2 – 2016


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου