Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

«Ο Tόπος μου…… τι να σημαίνει, άραγε;



           
- Φέτος, σκέφτηκα να κάνουμε κάτι διαφορετικό… μού είπε η καθηγήτρια και φιλόλογός μας στο σχολείο. Τι λες κι εσύ, Χρύσα, θα δεχθούν άραγε τα παιδιά να γράψουν για την πατρίδα τους δυο λόγια; Θα καταφέρουμε να τους κάνουμε να ανοιχθούν και να βγάλουν σκέψεις, εικόνες και αναμνήσεις από τον τόπο τους σε αυτή τη νέα μας προσπάθεια;
Γιατί όχι, σκέφτηκα!!! Είναι πολύ καλή ιδέα. Μα, πάνε τώρα τόσες μέρες, βδομάδες θα έλεγα καλύτερα, που μου το είπε κι εγώ ακόμη να βρω χρόνο να κάτσω να γράψω το δικό μου κείμενο…  Μπααα δεν είναι αυτό… είναι που εγώ για να γράψω κάτι, πρέπει να βάλω την ψυχή μου μέσα, πρέπει να έχω ζωντανές εικόνες και αναμνήσεις και άλλα πολλά συναισθήματα, τα οποία θα οδηγήσουν το χέρι μου και τότε αυτό θα αρχίσει να τρέχει από μόνο του γεμίζοντας γραμμές βγαλμένες από την ψυχή μου , δεν μπορώ απλά να γεμίσω σελίδες με κούφια γράμματα…. Όχι, όχι δε λειτουργώ έτσι εγώ… δε γίνεται… δεν ξέρω τι να γράψω… πρώτη φορά μου συμβαίνει να κοιτώ σα χάνος το άδειο χαρτί μπροστά μου…..
Ούφφφ, δεν μπορώ, θα βγω να πάω να περπατήσω. Δίπλα στη θάλασσα, εγώ και αυτή να κοιταζόμαστε όπως πάντα, όταν χάνομαι στις σκέψεις μου. Κάθομαι εκεί και την κοιτώ δίχως να μιλάμε… κι εκείνη εκεί. Πότε ασάλευτη, πότε φουρτουνιασμένη και σκοτεινή κάθεται και με ακούει πάντα και με τον τρόπο της ηρεμεί της ψυχής μου τα φουρτουνιασμένα κύματα…
Τι μελαγχολική σήμερα και σκοτεινή που είναι… Με κοιτάει σα να θέλει να μου πει, ‘’άκουσε κι εσύ μια φορά τις δικές μου ιστορίες, όχι μόνο εγώ!!! Ξέρεις πόσα έχω να σου πω αν μ’ ακούσεις; Είμαι πολύ θυμωμένη και νιώθω να βράζω από τα βάθη της γης….’’ Την κοιτώ και το βλέμμα μου χαϊδεύει την όψη της. Αλμυρές σταγόνες χτυπάνε το πρόσωπό μου. Τη νιώθω… έτσι είμαι κι εγώ όταν βράζει η ψυχή μου… Σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα, έτοιμη να σηκώσει πελώρια κύματα και να καταπιεί όποιον την πόνεσε…
- Εδώ είμαι… σε ακούω.. μίλησέ μου!!!! Της φωνάζω και τα λόγια μου τα παίρνει ο αέρας και τα σπάει σα γυαλί πάνω στους αφρούς της.
- Ξέρεις τι είναι να κουβαλάς συνέχεια πάνω σου τον πόνο και τη λύπη; Να σέρνεις με μια βάρκα την απόγνωση, το βουβό κλάμα, τον φόβο και την ελπίδα χέρι χέρι; μου είπε θυμωμένα.
- Δε σε καταλαβαίνω τι θες να πεις, της αποκρίθηκα.
- Πού να καταλάβεις εσύ… εσύ δεν έχεις ακούσει τις φωνές χιλιάδων ανθρώπων πάνω στην αγκαλιά σου. Δεν έχεις δει μάτια κλαμένα να σφίγγουν βρεγμένους μπόγους με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και μανάδες να κρύβουν στον κόρφο τους τα μωρά τους. Να βουτάν σε ένα σαπιοκάραβο κυνηγημένοι από το μαχαίρι, τη φωτιά, τον κατακτητή. Τα μάτια τους να μένουν καρφωμένα πίσω εκεί στα ιερά Χώματά τους.. στη δική τους πατρίδα. Αυτήν που κάποιος τους άρπαξε με τη βία. Να βλέπουν τα σπίτια που μεγάλωσαν και έζησαν να φλέγονται… και δικούς τους ανθρώπους να μένουν πίσω και να αποχωρίζονται για πάντα… Φωνές… κλάμα… προσευχές… πείνα… δίψα… τρόμος και ατέλειωτες κουβέντες στοιβαγμένα όλα μαζί με κορμιά το ένα πάνω στο άλλο με μόνο διαβατήριο  την ελπίδα και το όνειρο για ένα νέο, δικό τους, καλύτερο τόπο, μακριά από το μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Τους ακούω κάθε μέρα, κάθε λεπτό να κλαίνε για τη χαμένη τους πατρίδα, για τους νεκρούς που αφήσανε πίσω τους , για μια μάνα και για κάποιο πατέρα, γέρο και ανήμπορο, τους οποίους δε θα ξαναδούν ποτέ!!! Κλαίνε, κλαίνε διαρκώς για τα χαμένα όνειρά τους που κάηκαν μαζί με τα σπίτια τους εκεί πίσω…
Τις πιο πολλές φορές αυτά τα σαπιοκάραβα της ελπίδας που τους φορτώνουν δεν αντέχουν… τσακίζουν από το βάρος και τότε η αγκαλιά μου γεμίζει με χιλιάδες κορμιά που βουλιάζουν μαζί με τα όνειρά τους και τις προσευχές τους… και ύστερα εγώ δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτό το φορτίο… Κλαίω μαζί τους και λυσσομανώ. Οδύρομαι για όλο αυτόν τον πόνο. Την αδικία και τον χαμό τους… τα σπλάχνα μου δεν μπορούν να αντέξουν κι άλλα κι άλλα κι άλλα κορμιά και τα ξεβράζω έξω. Εκεί… που θα έπρεπε να βρουν την ελπίδα. Την πατρίδα που αναζητούσαν… και τότε όλοι κατηγορούν εμένα… πως εγώ λέει τους έπνιξα και έφτυσα σε μια ακτή τα κορμιά τους!!!! Μα, αν είχα χέρια, να τους κράταγα να μην αφήσω κανένα παιδί να γλιστρήσει από της μάνας του την αγκαλιά…. Αν… αν, λέει, αντί για νερό είχα στεριά… ατέλειωτη στεριά με ένα λαμπερό ήλιο από πάνω να με ζεσταίνει… θα τους τη χάριζα απλόχερα να γίνει η πατρίδα τους. Να φτιάξουνε τα σπίτια, τα χωριά τους ξανά απ’ την αρχή. Να δω αυτά τα παιδικά πρόσωπα να τρέχουν χαρούμενα και να παίζουν κι όχι να κείτονται τώρα πνιγμένα και ολομόναχα, γιατί αυτά δε φταίξανε σε τίποτα, ώστε από τη μια στιγμή στην άλλη να περάσουν από την αγκαλιά της μητέρας τους στην δική μου παγωμένη αγκαλιά…. Αχχχ, ας είχα χέρια να τα κρατήσω!!!!!!
Την άκουγα με προσοχή καθώς μου μιλούσε και θυμωμένα ξεσπούσε τη μανία της επάνω στα βράχια… πόσο δίκιο είχε…. πόσα είχε δει τόσες χιλιάδες χρόνια.. πόσες ιστορίες είχε να διηγηθεί…. Θυμήθηκα προχθές που εντελώς τυχαία γνώρισα τον ‘’Ηλία’’, έναν Αλβανό γύρω στα 60 και ο οποίος πουλούσε σεντόνια και είδη προικός. Ήταν με ένα χέρι μόνο, το άλλο το είχε χάσει εκεί πίσω. Μου έκανε εντύπωση η σπιρτάδα του. Πιάσαμε την κουβέντα και τον ρώτησα πόσα χρόνια έχει εδώ στην Ελλάδα και γιατί έφυγε από την πατρίδα του. Μου είπε εν τάχει την ιστορία του, πως ζούσαν σε πολύ σκληρό καθεστώς εκεί στο χωριό του. - Δεν υπήρχε τίποτα. Δυο μαγαζιά όλα κι όλα να βγούμε έξω εμείς οι άντρες. Καφενείο που το λέτε εσείς εδώ. Βγαίναμε και στη μια πλευρά καθόμασταν εμείς οι απλοί οι καθημερινοί άνθρωποι. Στην άλλη πλευρά, την καλύτερη, καθόντουσαν οι άλλοι… οι άνθρωποι του κόμματος.. οι δικοί τους που λένε… δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε, να πούμε κάτι.. αμέσως σε μαζεύανε μέσα… ζούσαμε με φόβο… πεινούσαμε… δουλεύαμε σα σκυλιά και πληρωνόμασταν σα δούλοι. Εγώ ξέρεις, εδώ στην Ελλάδα χόρτασα ψωμάκι!!!! Εδώ φόρεσα καινούρια παπούτσια. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, ήρθα με ένα ζευγάρι παπούτσια μόνο κι αυτά σκισμένα!!! Θυμάμαι, περάσαμε τα σύνορα και όταν μπήκαμε Ελλάδα σε κάποια πόλη, δε θυμάμαι πως τη λέγανε, κάπου στα Γιάννενα ήταν, ξέρεις τι είδα για πρώτη φορά και μου έκανε τρομερή εντύπωση; Περάσαμε δίπλα από ένα μαγαζί που έψηνε στη σούβλα κοτόπουλα. Εγώ πεινούσα σα λύκος. Είδα τόσα κοτόπουλα πρώτη φορά στη ζωή μου και είπα μέσα μου… ‘’ Ααα.. εδώ πρέπει να έχουν γάμο!!! Τόσο φαί ποιος θα το φάει;’’ Πού να ήξερα πως αυτό γίνεται κάθε μέρα εδώ… εμείς εκεί τρώγαμε κοτόπουλο μια στο τόσο… και από ένα κοτόπουλο έτρωγαν 7- 8 άνθρωποι!!! Εγώ εδώ γέμισα την κοιλιά μου. Εδώ άνοιξαν τα μάτια μου και έμαθα τι θα πει άνθρωπος. Εκεί ήμασταν σα ζώα.
-Σου λείπει η πατρίδα σου; Θα ήθελες να ξαναγυρίσεις
πίσω; τον ρώτησα.
- ‘Όχι, δε μου λείπει!!! Δεν έζησα καλά εκεί. Εδώ έγινα άνθρωπος… εδώ έφαγα ένα κομμάτι ψωμί!!! Εδώ φόρεσα καινούρια παπούτσια!!! Μου ξαναείπε με ορμή!!! Εδώ είναι πλέον η πατρίδα μου!!! Αυτήν έχω πλέον στην καρδιά μου. Για μένα πατρίδα είναι η ΕΛΛΑΔΑ!!!
Όπως καθόμουν εκεί, με μόνη παρέα τη θάλασσα, ξάφνου διέκοψε τον ειρμό των σκέψεών μου μια αντρική φωνή. Δύο ηλικιωμένοι περπατούσαν πιο κει κουβεντιάζοντας…
-Αριστείδη, ξέρεις τι είχε πει κάποτε ο πολύ σοφός διδάκτωρ και στοχαστής Κόνραντ Λόρεντς; ‘’Διαγράφοντας το παρελθόν, χάνουμε την ουσία του παρόντος, αφού ένας άνθρωπος χωρίς ρίζες δεν είναι τίποτα άλλο από έρμαιο των εκάστοτε εξωτερικών πιέσεων και καταστάσεων….’’
Τα λόγια εκείνου του ανθρώπου με έκαναν να μαγευτώ. Άρπαξα, αμέσως, το κινητό μου και γκούγκλαρα το όνομα αυτού του επιστήμονα ψάχνοντας μανιωδώς να βρω αυτή τη φράση!!!! Τι δυνατά λόγια…. ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΡΙΖΕΣ… Μα έτσι δεν είναι; Πού είναι άραγε οι ρίζες μας; Εκεί που γεννιόμαστε; Ή εκεί που μεγαλώνουμε; Κι αν κάποιοι αλλάζουν διαρκώς πατρίδα κατ’ ανάγκην… τότε δε ριζώνουν ποτέ; Δε θα έχουν πουθενά τις ρίζες τους, ώστε να φυτρώσει και να μεγαλώσει το δέντρο τους… να βγάλει κλαριά και έπειτα κι άλλα κλαράκια που με τη σειρά τους θα δώσουν το σπόρο τους για μια άλλη μεταφύτευση κάπου αλλού;
Μπερδεμένες εικόνες χοροπηδούν στο κεφάλι μου. Αναμνήσεις σαν τρέιλερ ταινίας περνούν από τα μάτια μου μπροστά. Εγώ, μικρό κοριτσάκι να τρέχω ανέμελα πίσω από τους φίλους μου στο χωριό μου. Ήταν Χριστούγεννα. – Θα πάμε να πούμε τα κάλαντα; Ρωτάω τους φίλους μου!!! Ποια κάλαντα; Εμείς εδώ έχουμε άλλα έθιμα μού απαντούν!!! – Δηλαδή; Σαν τι; Ρωτάω με απορία. Θα δεις…. Έλα πάμε, θα έρθεις; Πάρε και τον τορβά μαζί σου, θα τον χρειαστείς!!!! Μου φωνάξανε και ξεχυθήκανε σα μελίσσι. Τορβάς; Τι είναι πάλιαυτό; Αναρωτήθηκα προς στιγμήν αλλά λίγο με ένοιαξε…
- Δεν έχωωωωω, φώναξα για να μ’ ακούσουν και έτρεξα πίσω τους. Πόρτα πόρτα πήγαμε όλα τα σπίτια του χωριού και χτυπάγαμε με ένα ξύλο τις μεγάλες εξώπορτες πριν μας ανοίξουν και μπούμε στις αυλές τους. Εκεί λέγαμε κάτι άλλα διαφορετικά κάλαντα που πρώτη φορά τα άκουγα και φωνάζαμε όλα μαζί τα παιδιά τη φράση ΄΄Σάρμπου μπάμπου σάρμπου!!!! ‘’. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν είδα τη μπάμπου…, τη νοικοκυρά του σπιτιού ντεεεε, αντί για λεφτά, να μας δίνει μήλα, καρύδια, καραμέλες φουντούκια, πορτοκάλια!!!! Τι γίνεται εδώ; Αναρωτήθηκα… πού είναι τα λεφτά;  -Άντε, βρε πρωτευουσιάνα, με κορόιδευαν τα άλλα παιδιά!!! Έτσι είναι το έθιμο εδώ, δεν έχει λεφτά και σιγά μη σας δίνουν λεφτά εσάς εκεί πέρα ψευταρού!!!
Πρωτευουσιάνα!!!! Πόσο με εκνεύριζε αυτός ο τίτλος που μου δίνανε όλοι στο χωριό!!! Μα εγώ δεν ένιωθα καθόλου έτσι!!! Εγώ πάντα έλεγα με καμάρι πως είμαι Μακεδόνισσα, Σερραία!!!! Ποτέ μου δεν έκρυψα πως γεννήθηκα στο χωριό μου, εκεί στην Κάτω Ορεινή Σερρών! Ήμουν περήφανη και είμαι που κατάγομαι από εκείνα τα μέρη. Γεννήθηκα σε μια δύσκολη εποχή από φτωχούς αλλά μεροκαματιάρηδες ανθρώπους που όταν ήμουν δύο ετών αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους τα τρία μικρά παιδιά τους στους παππούδες
και την αγροτική ζωή και να έρθουν προς αναζήτηση καλύτερης ζωής εδώ στην πρωτεύουσα!! Πέρασαν δυσκολίες πολλές, μα γύρισαν πίσω και με πήρανε και με φέρανε κι εμένα εδώ μαζί τους και από τότε άλλαξα ας πούμε πατρίδα!!! Μεγάλωσα εδώ στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Καλλιθέα. Εδώ έπαιξα μικρό παιδί, εδώ πρωτοπήγα σχολείο και έμαθα τα πρώτα μου γράμματα, εδώ έκανα φίλους, εδώ καρδιοχτύπησα για πρώτη μου φορά από έρωτα, εδώ παντρεύτηκα, εδώ γέννησα και τα δυο μου παιδιά!!! Εδώ όμως με φωνάξανε άπειρες φορές στη ζωή μου ‘’Χωριάτισσα’’, ‘’Βλάχα’’, και άλλα τέτοια, διάφορα άτομα προσπαθώντας να με μειώσουν ίσως; Τι αστείο…… στο χωριό μου ήμουν πάντα η ‘’Πρωτευουσιάνα’’ όποτε πήγαινα, και εδώ ήμουν η ‘’Χωριάτισσα’’…… Μου θυμίζει τους έλληνες Πρόσφυγες που εδώ στην πατρίδα μας τους αποκαλούσαν κάποτε ‘’Τουρκόσπορους’’ και όσο ζούσαν εκεί στην άλλη μας παλιά πατρίδα τούς αποκαλούσαν ‘’Βρωμοέλληνες’’…..
Άραγε πού είναι η πατρίδα του καθενός μας; Βρίσκεται εκεί που γεννήθηκε ή μήπως εκεί που μεγάλωσε και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του; Δεν ξέρω να απαντήσω… Ξέρω μόνο να πω πως από μικρό παιδί μέχρι και σήμερα, όποτε γύριζα πίσω στο χωριό μου με το που πατούσα στα μέρη της Μακεδονίας, από Θεσσαλονίκη ακόμη, άλλαζε αμέσως η ψυχολογία μου!!! Πετούσε η καρδιά μου!!! Ένιωθα άλλος άνθρωπος!!! Με το που έπαιρνε η στροφή όταν πλησιάζαμε στο χωριό μου και το έβλεπα να διακρίνεται πίσω από τη στροφή, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή από χαρά!!! Ήταν λες και αντίκριζα τον Παράδεισο ένα πράμα… Τόση ήταν η χαρά μου που έβγαζαν φτερά τα πόδια μου να τρέξω να πάω να τους δω όλους μονομιάς!!! Παππούδες, θείους, ξαδέρφια, φίλες… δεν ήξερα σε ποια αυλή σπιτιού να πρωτοχωθώ από λαχτάρα!!! Ήταν και λίγες μετρημένες οι μέρες που μέναμε εκεί… τι να μου κάνουν εμένα; Εγώ δε χόρταινα να τρέχω σαν αγρίμι στα λιθόστρωτα σοκάκια.. να μαζεύω μυρωδιές… από τα αγριολούλουδα, από τις καπνισμένες καμινάδες που μοσχοβολούσαν από το ψωμί που ψήνανε και από τις πίτες… έτρεχα πίσω από τις θειάδες μου να δω πώς αρμέγουν τη γελάδα, πώς μαζεύουν τα αυγά, πώς ταΐζουν τα γουρούνια…. Ανακατευόμουν κι εγώ μαζί τους να τα χαϊδέψω, να τα ταΐσω, κι ας λέρωνα τα καινούρια μου παπούτσια… Κι ας φώναζαν οι θειάδες μου να φύγω από κει… ‘’Αυτές είναι δουλειές του χωριού… φύγε!!! Θα γίνεις χάλια και θα μας σκοτώσει η μάνα σου!!! Δεν είναι αυτά για σένα.. εσύ είσαι Πρωτευουσιάνα!!!’’…………..
Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ βρέθηκα πάλι για λίγες ώρες στο χωριό μου πριν τρία χρόνια. Τα βήματά μου με οδήγησαν σαν μια αόρατη δύναμη εκεί που κάποτε υπήρχε το πατρικό μου σπίτι. Εκεί όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, παντρεύτηκαν οι γονείς μου, γεννήθηκαν τα παιδιά τους και φυσικά εγώ. Εκείνο το μεγάλο πέτρινο σπίτι που ήταν η πιο μεγάλη αγκαλιά για μένα… Εκεί που λαχταρούσα να βρεθώ πάντοτε και με όσα πεντάστερα ξενοδοχεία και αν μου το ανταλλάζανε δε θα δεχόμουν…. Τώρα…. μένω ολομόναχη μπροστά σε ένα άδειο αφιλόξενο αγριεμένο μέρος, το σπίτι δεν υπάρχει πια… το γκρεμίσανε για να ανοιχθεί δρόμος για το χωριό. Μα τα μάτια μου αναγνωρίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή κάθε εκατοστό της γης. Να.. εκεί ήταν το μπαλκόνι όπου στεκόταν πάντα ο παππούς και μας αποχαιρετούσε όταν φεύγαμε κι εγώ δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου από πάνω του… πιο κει ήταν η καμινάδα μας, όπου έβγαινε ο καπνός από τη σόμπα της γιαγιάς… να και το δωματιάκι που με γέννησε η μάνα μου!!! Εδώ που στέκομαι ήταν η μεγάλη ξύλινη εξώπορτα που έμπαινες στην αυλή!!! Κάνω δυο βήματα να την περάσω να βρεθώ ξανά μέσα στην αυλή μας να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη όπως πάντα… ‘’Γιαγιάααα, παππού!!!!! Ήρθαααα!!!’’ και να πηδήξω δυο δυο τα παλιά ξύλινα σκαλοπάτια να βρεθώ απάνω, να τους σφιχταγκαλιάσω!!! Μα τα πόδια μου μπερδεύονται σε κάτι ξεράγκαθα που υπάρχουν πλέον και μου πληγώνουν τα πόδια επαναφέροντάς με απότομα στην πραγματικότητα!!! Σαν από λήθαργο ξυπνώ και μένω ακίνητη να κοιτώ το κενό μπροστά μου…. Πού πήγε το σπίτι μας; Πού πήγε το μπαλκόνι και η καμινάδα μας που κάπνιζε; Πού είναι ο παππούς μου και η γιαγιά;
Δεν υπήρχε τίποτα πλέον από αυτά…. Οι παππούδες είχαν πεθάνει από χρόνια… το αφιλόξενο κομμάτι γης μπροστά μου, το γεμάτο σκουπίδια και αγκάθια και πέτρες, δε θύμιζε σε τίποτα το ζεστό σπιτάκι μας και τις χιλιάδες αναμνήσεις του… το ίδιο και οι περισσότεροι συγγενείς μου πλέον… δεν υπήρχαν και αυτοί δυστυχώς!!! Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά.. κάτι να με πνίγει… τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα…. Ποιος μου έκλεψε τα παιδικά μου όνειρα; Ποιος μου πήρε μεμιάς τις αναμνήσεις μου και όσα αγαπούσα; Πού είναι το σπιτάκι μου να τρέξω να κρυφτώ μέσα; Ένιωσα ξένη εκεί πέρα για πρώτη φορά στη ζωή μου!!! Ένιωσα αφιλόξενα σα να μην υπήρχε τίποτα εκεί να με δένει πλέον με αυτόν τον τόπο!!! Μου κλέψανε, θαρρείς, με τον πιο βίαιο τρόπο όλες μου τις εικόνες.. τις μυρωδιές, σβήσανε τα ίχνη από τα βήματά μου στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι μας και που τώρα δεν υπήρχε ούτε αυτό!!!
Ποιος μου πήρε την πατρίδα μου και με ποιο δικαίωμα;;; Ποια θα ‘χω εγώ πατρίδα τώρα; Ούτε καν οι παιδικές μου φίλες δεν υπήρχαν στο χωριό!!! Παντρεύτηκαν νωρίς και φύγανε σε άλλες πόλεις…. Τι με δένει πλέον με το χωριό μου; Τι θα’ χω να αντικρίζω σαν πηγαίνω; Κάποια μαγική δύναμη μού τα πήρε όλα, όλα !!!! Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου… τα μάτια μου κοίταζαν και ξανακοίταζαν τον αφιλόξενο πλέον χώρο γύρω μου ψάχνοντας μάταια να αναστηλώσουν το παρελθόν!!! Αχχχ, ας γινόταν ένα θαύμα… ας μπορούσα να γυρίσω για λίγο πάλι πίσω… τότε που όλα ήταν στη θέση τους.. να ξαναζήσω για μια στιγμή πάλι πίσω…. Ας υπήρχε, λέει, μια μηχανή του χρόνου…..
Μια γιαγιά που δε γνώριζα, πέρασε από δίπλα μου σέρνοντας ένα μουλάρι.. με κοίταξε, έτσι όπως ήμουν και σίγουρα θα σιάχτηκε, γιατί κούνησε το κεφάλι της μουρμουρίζοντας κάτι και έφυγε γρήγορα… σίγουρα θα με πέρασε για τρελή!!! Ποιος λογικός κάθεται μπροστά στα αγκάθια σε έναν άδειο δρόμο και κλαίει με λυγμούς; Μόνο κανένας σαλεμένος!!!! Έριξα ένα τελευταίο βλέμμα στο χώρο γύρω μου…. Αγκάλιασα για μια φορά κάθε σπιθαμή του και ψέλλισα… «Αντίο, σπιτάκι μου αγαπημένο… αντίο παππού, αντίο γιαγιά…»
Ήξερα πως η μισή καρδιά μου θα βρίσκεται για πάντα εκεί!!! Αυτό δε θα αλλάξει ποτέ όσο ζω… για μένα πάντα θα παραμένει η πατρίδα μου!!! Ο τόπος μου… κι αυτό δεν πρόκειται να μου το πάρει κανείς!!! Πατρίδα είναι εκεί όπου χτυπάει η καρδιά σου. Για μένα χτυπά σε δυο τόπους. Εκεί όπου γεννήθηκα και εδώ όπου μεγάλωσα και άπλωσα τα κλαδιά μου και φύτρωσαν και άλλα κλαδάκια από τις ρίζες μου…

Χρύσα Μπαλαμπάνη
14 / 3 / 2016